Αναπαράγω στα ισπανικά
Μετάφραση: αναπαράγω, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
casta, raza, ralea, reproducir, reproducirse, reproducción, reproducen, de reproducir
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπαράγω
αναπαράγω κλίση, αναπαράγω συνώνυμο, αναπαράγω ή αναπαραγάγω, αναπαράγω συνώνυμα, αναπαράγω αόριστος, αναπαράγω λεξικό γλώσσας ισπανικά, αναπαράγω στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- αναπαλαίωση στα ισπανικά - restauración, la restauración, de restauración, restablecimiento, restauración de
- αναπαράγομαι στα ισπανικά - jugadas, Plays, Reproduce, Juega, Obras
- αναπαραγωγή στα ισπανικά - cría, multiplicación, educación, crianza, reproducción, la reproducción, de reproducción, ...
- αναπαριστώ στα ισπανικά - recrear, promulgar de nuevo, recrean
Τυχαίες λέξεις
Αναπαράγω στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: casta, raza, ralea, reproducir, reproducirse, reproducción, reproducen, de reproducir
Μεταφράσεις: casta, raza, ralea, reproducir, reproducirse, reproducción, reproducen, de reproducir