Αναπαράγω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αναπαράγω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прайграваць, капіяваць, ўзнаўляць, узнаўляць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπαράγω
αναπαράγω κλίση, αναπαράγω συνώνυμο, αναπαράγω ή αναπαραγάγω, αναπαράγω συνώνυμα, αναπαράγω αόριστος, αναπαράγω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αναπαράγω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αναπαλαίωση στα λευκορωσικά - аднаўленне, ўзнаўленне, аднаўленьне, узнаўленне, аднаўлення
- αναπαράγομαι στα λευκορωσικά - п'есы, Песы, п`есы
- αναπαραγωγή στα λευκορωσικά - прайграванне, узнаўленне, ўзнаўленне, выкарыстанне
- αναπαριστώ στα λευκορωσικά - аднаўляюць, ўзнаўляюць
Τυχαίες λέξεις
Αναπαράγω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: прайграваць, капіяваць, ўзнаўляць, узнаўляць
Μεταφράσεις: прайграваць, капіяваць, ўзнаўляць, узнаўляць