Ατενίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ατενίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
взират, взира, гледа, гледат, се взира
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατενίζω
ατενίζω λεξικό, ατενίζω ετυμολογία, ατενίζω μια πατρίδα, ατενίζω ορισμός, ατενίζω σημασια, ατενίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ατενίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αταραξία στα βουλγαρικά - спокойствие, квиетизъм, пасивен мистицизъм
- ατελιέ στα βουλγαρικά - цех, студио, Studio, студиото, ЕДНОСТАЕН апартамент, студиен
- ατζαμής στα βουλγαρικά - наивник, новак, новака, новака Мак, глупак
- ατημέλητος στα βουλγαρικά - в, на, по, през, във
Τυχαίες λέξεις
Ατενίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: взират, взира, гледа, гледат, се взира
Μεταφράσεις: взират, взира, гледа, гледат, се взира