Ατενίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: ατενίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вдивитися, вдивлятися, споглядати, дивитися, дивитись
Ατενίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατενίζω

ατενίζω λεξικό, ατενίζω ετυμολογία, ατενίζω μια πατρίδα, ατενίζω ορισμός, ατενίζω σημασια, ατενίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ατενίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αταραξία στα ουκρανικά - спокій, холоднокровність, самовладання, квиетизм, квієтизм
  • ατελιέ στα ουκρανικά - працює, машина, завод, студія, студия
  • ατζαμής στα ουκρανικά - отой, початківець, початкуючий, скрутний, починаючий, новак, ніяковий, ...
  • ατημέλητος στα ουκρανικά - неохайний, в, у, до, на
Τυχαίες λέξεις
Ατενίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вдивитися, вдивлятися, споглядати, дивитися, дивитись