Ατενίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ατενίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estibordo, olhar, delgado, stare, fitar, encarar, olham
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατενίζω
ατενίζω λεξικό, ατενίζω ετυμολογία, ατενίζω μια πατρίδα, ατενίζω ορισμός, ατενίζω σημασια, ατενίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ατενίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αταραξία στα πορτογαλικά - sossego, calma, quietismo, quietude, o quietismo, quietism
- ατελιέ στα πορτογαλικά - oficina, trabalhador, atelier, estúdio, estúdio de, studio, do estúdio, ...
- ατζαμής στα πορτογαλικά - inábil, desajeitado, desastrado, novato, Greenhorn, inexperiente, principiante, ...
- ατημέλητος στα πορτογαλικά - em, no, na, de, nos
Τυχαίες λέξεις
Ατενίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: estibordo, olhar, delgado, stare, fitar, encarar, olham
Μεταφράσεις: estibordo, olhar, delgado, stare, fitar, encarar, olham