Ατενίζω στα γερμανικά
Μετάφραση: ατενίζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
starren, anstarren, blick, Blick, stare, starre
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατενίζω
ατενίζω λεξικό, ατενίζω ετυμολογία, ατενίζω μια πατρίδα, ατενίζω ορισμός, ατενίζω σημασια, ατενίζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, ατενίζω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αταραξία στα γερμανικά - stille, gelassenheit, ruhe, Quetismus, quietism, Quietismus, dem Quietismus
- ατελιέ στα γερμανικά - werkstatt, reparaturwerkstatt, reparaturwerkstätte, Studio, Atelier
- ατζαμής στα γερμανικά - eckig, ungeschickt, anfange, gründer, täppisch, ungelenk, peinlich, ...
- ατημέλητος στα γερμανικά - schlampig, unsauber, dreckig, in, im, bei, in der, ...
Τυχαίες λέξεις
Ατενίζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: starren, anstarren, blick, Blick, stare, starre
Μεταφράσεις: starren, anstarren, blick, Blick, stare, starre