Ατενίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: ατενίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spoksojimas, Senamiestis, stare, spokso, spoksoti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατενίζω
ατενίζω λεξικό, ατενίζω ετυμολογία, ατενίζω μια πατρίδα, ατενίζω ορισμός, ατενίζω σημασια, ατενίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ατενίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αταραξία στα λιθουανικά - tyla, ramumas, Kwietyzm
- ατελιέ στα λιθουανικά - dirbtuvė, studija, Studio, studijoje, studijos
- ατζαμής στα λιθουανικά - kelmas, nerangus, naivuolis, Greenhorn, geltonsnapis, pienburnis, naujokas
- ατημέλητος στα λιθουανικά - į, iš, visų, ir, in
Τυχαίες λέξεις
Ατενίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: spoksojimas, Senamiestis, stare, spokso, spoksoti
Μεταφράσεις: spoksojimas, Senamiestis, stare, spokso, spoksoti