Ατενίζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: ατενίζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katse, mulkoilla, tuijotus, tuijottaa, pällistellä, hämmästellä, stare, tuijottavat, tuijota, tuijottamaan
Ατενίζω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατενίζω

ατενίζω λεξικό, ατενίζω ετυμολογία, ατενίζω μια πατρίδα, ατενίζω ορισμός, ατενίζω σημασια, ατενίζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ατενίζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • αταραξία στα φινλανδικά - vaikenemista
  • ατελιέ στα φινλανδικά - työpaja, ateljee, työhuone, paja, verstas, studio, studiokuva, ...
  • ατζαμής στα φινλανδικά - ensikertalainen, vasta-alkaja, perustaja, kiperä, aloittelija, vaivalloinen, hankala, ...
  • ατημέλητος στα φινλανδικά - resuinen, virttynyt, nukkavieru, huolimaton, hutiloiva, vuonna, in, ...
Τυχαίες λέξεις
Ατενίζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: katse, mulkoilla, tuijotus, tuijottaa, pällistellä, hämmästellä, stare, tuijottavat, tuijota, tuijottamaan