Ατενίζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: ατενίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stara, að stara, starir, starði
Ατενίζω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατενίζω

ατενίζω λεξικό, ατενίζω ετυμολογία, ατενίζω μια πατρίδα, ατενίζω ορισμός, ατενίζω σημασια, ατενίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ατενίζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αταραξία στα ισλανδικά - quietism
  • ατελιέ στα ισλανδικά - stúdíó, vinnustofu, Studio, Vinnustofan
  • ατζαμής στα ισλανδικά - klaufalegur, Greenhorn
  • ατημέλητος στα ισλανδικά - í, á, árið, hjá, inn
Τυχαίες λέξεις
Ατενίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stara, að stara, starir, starði