Ατενίζω στα δανικά

Μετάφραση: ατενίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stirre, stirrer, stare, kigge, at stirre
Ατενίζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατενίζω

ατενίζω λεξικό, ατενίζω ετυμολογία, ατενίζω μια πατρίδα, ατενίζω ορισμός, ατενίζω σημασια, ατενίζω λεξικό γλώσσας δανικά, ατενίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αταραξία στα δανικά - kvietisme
  • ατελιέ στα δανικά - studio, studie, studiet, atelier
  • ατζαμής στα δανικά - grønskolling, Greenhorn, af Greenhorn, i Greenhorn
  • ατημέλητος στα δανικά - i, på, med
Τυχαίες λέξεις
Ατενίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stirre, stirrer, stare, kigge, at stirre