Ατενίζω στα ισπανικά

Μετάφραση: ατενίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vista, mirada, mirar, mirar fijamente, stare, mirando, mire
Ατενίζω στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατενίζω

ατενίζω λεξικό, ατενίζω ετυμολογία, ατενίζω μια πατρίδα, ατενίζω ορισμός, ατενίζω σημασια, ατενίζω λεξικό γλώσσας ισπανικά, ατενίζω στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • αταραξία στα ισπανικά - tranquilidad, calma, sosiego, silencio, quietismo, el quietismo, quietism, ...
  • ατελιέ στα ισπανικά - taller, estudio, estudio de, de estudio, del estudio, el estudio
  • ατζαμής στα ισπανικά - novicio, torpe, novato, violento, bisoño, embarazoso, principiante, ...
  • ατημέλητος στα ισπανικά - desaseado, en, de, en el, en la, a
Τυχαίες λέξεις
Ατενίζω στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: vista, mirada, mirar, mirar fijamente, stare, mirando, mire