Δέρνω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: δέρνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шибам, бият, шиба, биете, бия с камшик
Δέρνω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δέρνω

δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τα παιδιά μου, όνειρο δέρνω, δέρνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δέρνω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • δέος στα βουλγαρικά - страх, страхопочитание, благоговение, внушаващ, възхищение
  • δέρμα στα βουλγαρικά - кожа, кожата, на кожата, с кожата, за кожата
  • δέσιμο στα βουλγαρικά - връзване, обвързването, обвързване, обвързващия, изравнителния
  • δέσμευση στα βουλγαρικά - задължение, ангажимент, ангажимента, ангажираност, ангажираността
Τυχαίες λέξεις
Δέρνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: шибам, бият, шиба, биете, бия с камшик