Δέρνω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: δέρνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пулсот, камшикуваат, шибам
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δέρνω
δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τα παιδιά μου, όνειρο δέρνω, δέρνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, δέρνω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- δέος στα σλαβομακεδονικά - стравопочит, стравопочитување, зачуденост, јанѕа, страв
- δέρμα στα σλαβομακεδονικά - кожата, кожа, на кожата, кожни
- δέσιμο στα σλαβομακεδονικά - врзување, врзувајќи, врзување на, врзувањето, врзувањето на
- δέσμευση στα σλαβομακεδονικά - посветеност, обврска, посветеноста, заложба, определба
Τυχαίες λέξεις
Δέρνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: пулсот, камшикуваат, шибам
Μεταφράσεις: пулсот, камшикуваат, шибам