Δέρνω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: δέρνω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пароць, лупцаваць, джголіць, пороть
Δέρνω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δέρνω

δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τα παιδιά μου, όνειρο δέρνω, δέρνω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δέρνω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • δέος στα λευκορωσικά - страх, жах
  • δέρμα στα λευκορωσικά - скура, кожа
  • δέσιμο στα λευκορωσικά - завязванне, завязаўшы
  • δέσμευση στα λευκορωσικά - абавязацельства, абавязак, абавязанне, абавязальніцтва, абавязацельствы
Τυχαίες λέξεις
Δέρνω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пароць, лупцаваць, джголіць, пороть