Δέρνω στα κροατικά

Μετάφραση: δέρνω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potući, pulsiranje, patrola, udarati, šibati, bičevati, bič, išibati
Δέρνω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δέρνω

δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τα παιδιά μου, όνειρο δέρνω, δέρνω λεξικό γλώσσας κροατικά, δέρνω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • δέος στα κροατικά - strahopoštovanje, strah, bojazan, ulijeva, awe, divljenja
  • δέρμα στα κροατικά - koža, površina, kožu, svući, koza, ljuska, kože, ...
  • δέσιμο στα κροατικά - odijevanje, začin, vezivni, umotavanje, postrojavanje, vezati, spojni, ...
  • δέσμευση στα κροατικά - obvezivanje, angažiranje, djelo, obveza, vezanje, opredjeljenje, predanost, ...
Τυχαίες λέξεις
Δέρνω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: potući, pulsiranje, patrola, udarati, šibati, bičevati, bič, išibati