Δέρνω στα σουηδικά
Μετάφραση: δέρνω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rytm, besegra, flog, prygla, piskade, piska, prygel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δέρνω
δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τα παιδιά μου, όνειρο δέρνω, δέρνω λεξικό γλώσσας σουηδικά, δέρνω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- δέος στα σουηδικά - skräck, awe, vördnad, respektingivande, förundran, vördnads
- δέρμα στα σουηδικά - skinn, hud, huden, hudens, Skin
- δέσιμο στα σουηδικά - sås, binda, knyta, att binda, kopplingsförbehåll, att knyta
- δέσμευση στα σουηδικά - åtagande, engagemang, åtagandet, åtaganden, engagemang för
Τυχαίες λέξεις
Δέρνω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: rytm, besegra, flog, prygla, piskade, piska, prygel
Μεταφράσεις: rytm, besegra, flog, prygla, piskade, piska, prygel