Δέρνω στα δανικά

Μετάφραση: δέρνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
slå, overvinde, hjerteslag, rytme, piske, flog, pisker, hudstryge, at piske
Δέρνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δέρνω

δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τα παιδιά μου, όνειρο δέρνω, δέρνω λεξικό γλώσσας δανικά, δέρνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δέος στα δανικά - ærefrygt, awe, respektindgydende
  • δέρμα στα δανικά - skind, hud, huden, hudens, skin
  • δέσιμο στα δανικά - binde, at binde, primære, binder, koblingssalg
  • δέσμευση στα δανικά - engagement, forpligtelse, tilsagn, tilsagn om, forpligtelser
Τυχαίες λέξεις
Δέρνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: slå, overvinde, hjerteslag, rytme, piske, flog, pisker, hudstryge, at piske