Δέρνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δέρνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cadência, bater, pulsar, ritmo, açoitar, flog, açoitá, açoitam
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δέρνω
δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τα παιδιά μου, όνειρο δέρνω, δέρνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δέρνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δέος στα πορτογαλικά - temor, admiração, reverência, awe, incrédulo
- δέρμα στα πορτογαλικά - desnatar, cútis, pele, da pele, a pele, de pele
- δέσιμο στα πορτογαλικά - amarrando, amarração, amarrar, atar, subordinação
- δέσμευση στα πορτογαλικά - compromisso, empenho, comprometimento, empenhamento, o compromisso
Τυχαίες λέξεις
Δέρνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cadência, bater, pulsar, ritmo, açoitar, flog, açoitá, açoitam
Μεταφράσεις: cadência, bater, pulsar, ritmo, açoitar, flog, açoitá, açoitam