Δέρνω στα εσθονικά

Μετάφραση: δέρνω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taguma, halss, pulss, rooskama, sahkerdama, piitsutama, Koormata, peksaks
Δέρνω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δέρνω

δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τα παιδιά μου, όνειρο δέρνω, δέρνω λεξικό γλώσσας εσθονικά, δέρνω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • δέος στα εσθονικά - hirm, aukartus, aukartust, Hirmu, awe, aukartusega
  • δέρμα στα εσθονικά - nahk, nülgima, naha, nahka, nahale, nahaga
  • δέσιμο στα εσθονικά - köide, kammitsev, palisuts, sidumine, sidudes, sidumisest, siduval, ...
  • δέσμευση στα εσθονικά - seotus, kohustus, mõistmine, kulukohustuste, kohustust, kohustuse, pühendumust
Τυχαίες λέξεις
Δέρνω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: taguma, halss, pulss, rooskama, sahkerdama, piitsutama, Koormata, peksaks