Δέρνω στα τούρκικα

Μετάφραση: δέρνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nabız, darbe, ritim, kamçılamak, flog, dövmek, dayak atmak, için kırbaçlayamam
Δέρνω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δέρνω

δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τα παιδιά μου, όνειρο δέρνω, δέρνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, δέρνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • δέος στα τούρκικα - huşu, hayranlık, korku, awe, dehşet
  • δέρμα στα τούρκικα - deri, cilt, ten, cildin, cildi
  • δέσιμο στα τούρκικα - bağlama, ipe, bağlayan, bağlayarak, bağlıyor
  • δέσμευση στα τούρκικα - sadakat, bağlılık, taahhüt, taahhüdü, bağlılığı, taahhüttür
Τυχαίες λέξεις
Δέρνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: nabız, darbe, ritim, kamçılamak, flog, dövmek, dayak atmak, için kırbaçlayamam