Διεισδυτικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: διεισδυτικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
натрапчив, обезпокоителния, досаден, интрузивен
Διεισδυτικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεισδυτικός

διεισδυτικός καρκινος, διεισδυτικός συνώνυμο, διεισδυτικός πλακούντας, διεισδυτικός συνωνυμα, διεισδυτικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διεισδυτικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διεγείρω στα βουλγαρικά - събуждам, възбуждам, вълнувам, възбуди, вълнува, вълнуват
  • διεθνής στα βουλγαρικά - международен, международната, международна, международно, международното
  • διεκδίκηση στα βουλγαρικά - претенция, иск, твърдение, съгласно претенция, претенции
  • διεκδικώ στα βουλγαρικά - диспут, твърдя, отстояват, отстоява, се твърди
Τυχαίες λέξεις
Διεισδυτικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: натрапчив, обезпокоителния, досаден, интрузивен