Διεισδυτικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διεισδυτικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
intrusivo, intruso, intrusiva, intrusive, Incomodativo
Διεισδυτικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεισδυτικός

διεισδυτικός καρκινος, διεισδυτικός συνώνυμο, διεισδυτικός πλακούντας, διεισδυτικός συνωνυμα, διεισδυτικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διεισδυτικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διεγείρω στα πορτογαλικά - estimule, encorajar, sossegar, desperte, sossegado, actuar, acender, ...
  • διεθνής στα πορτογαλικά - interno, internacional, internacionais, Internacional de
  • διεκδίκηση στα πορτογαλικά - créditos, postular, reivindicação, alegação, reclamação, afirmação, crédito
  • διεκδικώ στα πορτογαλικά - disputa, créditos, afirme, postular, reivindicação, porfiar, disputar, ...
Τυχαίες λέξεις
Διεισδυτικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: intrusivo, intruso, intrusiva, intrusive, Incomodativo