Διεισδυτικός στα σουηδικά
Μετάφραση: διεισδυτικός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skarp, påträngande, Intrusive, störande, inkräktande, ingripande
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διεισδυτικός
διεισδυτικός καρκινος, διεισδυτικός συνώνυμο, διεισδυτικός πλακούντας, διεισδυτικός συνωνυμα, διεισδυτικός λεξικό γλώσσας σουηδικά, διεισδυτικός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- διεγείρω στα σουηδικά - väcka, stimulera, framkalla, excitera, uppväcka, hetsas, exciterar, ...
- διεθνής στα σουηδικά - internationell, Internationella, International, internationellt, den internationella
- διεκδίκηση στα σουηδικά - krav, fordra, fordran, anspråk, påstående, patentkrav
- διεκδικώ στα σουηδικά - diskutera, anspråk, fordra, träta, konflikt, fordran, krav, ...
Τυχαίες λέξεις
Διεισδυτικός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: skarp, påträngande, Intrusive, störande, inkräktande, ingripande
Μεταφράσεις: skarp, påträngande, Intrusive, störande, inkräktande, ingripande