Διεισδυτικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: διεισδυτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opdringerig, opdringerige, intrusieve, indringende, Intrusive
Διεισδυτικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεισδυτικός

διεισδυτικός καρκινος, διεισδυτικός συνώνυμο, διεισδυτικός πλακούντας, διεισδυτικός συνωνυμα, διεισδυτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διεισδυτικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διεγείρω στα ολλανδικά - aanstoken, verlevendigen, wekken, aanmaken, prikkelen, aanvuren, opwekken, ...
  • διεθνής στα ολλανδικά - internationaal, internationale, de internationale, het internationale, van internationale
  • διεκδίκηση στα ολλανδικά - schuldvordering, claimen, aanspraak, vordering, eis, conclusie, volgens conclusie
  • διεκδικώ στα ολλανδικά - verzekeren, aanspraak, schuldvordering, beweren, twistgesprek, claimen, kwestie, ...
Τυχαίες λέξεις
Διεισδυτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opdringerig, opdringerige, intrusieve, indringende, Intrusive