Διεισδυτικός στα ιταλικά
Μετάφραση: διεισδυτικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
invadente, Intrusivo, intrusiva, invadenti, intrusive
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διεισδυτικός
διεισδυτικός καρκινος, διεισδυτικός συνώνυμο, διεισδυτικός πλακούντας, διεισδυτικός συνωνυμα, διεισδυτικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, διεισδυτικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- διεγείρω στα ιταλικά - stimolare, accendere, eccitare, destare, incentivare, infiammare, stuzzicare, ...
- διεθνής στα ιταλικά - internazionale, internazionali, internazionale di
- διεκδίκηση στα ιταλικά - vantare, pretesa, reclamare, esigenza, affermazione, pretendere, affermare, ...
- διεκδικώ στα ιταλικά - vantare, questione, disputare, bega, rivendicare, affermazione, reclamare, ...
Τυχαίες λέξεις
Διεισδυτικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: invadente, Intrusivo, intrusiva, invadenti, intrusive
Μεταφράσεις: invadente, Intrusivo, intrusiva, invadenti, intrusive