Διεισδυτικός στα δανικά
Μετάφραση: διεισδυτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Intrusive, påtrængende, indgribende, forstyrrende, Intrusiv
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διεισδυτικός
διεισδυτικός καρκινος, διεισδυτικός συνώνυμο, διεισδυτικός πλακούντας, διεισδυτικός συνωνυμα, διεισδυτικός λεξικό γλώσσας δανικά, διεισδυτικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- διεγείρω στα δανικά - stimulere, vække, tænde, vågne, ophidse, excitere, begejstre, ...
- διεθνής στα δανικά - international, internationale, internationalt, den internationale, det internationale
- διεκδίκηση στα δανικά - påstå, krav, ifølge krav, påstand, kravet, fordring
- διεκδικώ στα δανικά - påstå, strid, konflikt, hævde, gøre, hævder
Τυχαίες λέξεις
Διεισδυτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Intrusive, påtrængende, indgribende, forstyrrende, Intrusiv
Μεταφράσεις: Intrusive, påtrængende, indgribende, forstyrrende, Intrusiv