Διεισδυτικός στα εσθονικά
Μετάφραση: διεισδυτικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
läbitungiv, intrusiivne, kohtjuhtimine, Intrusive, pealetükkiv, pealetükkivad
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διεισδυτικός
διεισδυτικός καρκινος, διεισδυτικός συνώνυμο, διεισδυτικός πλακούντας, διεισδυτικός συνωνυμα, διεισδυτικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, διεισδυτικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- διεγείρω στα εσθονικά - virguma, käivitama, stimuleerima, äratama, ajendama, süttima, poegima, ...
- διεθνής στα εσθονικά - rahvusvaheline, rahvusvahelise, rahvusvaheliste, rahvusvahelist, rahvusvahelisi
- διεκδίκηση στα εσθονικά - nõudma, väide, taotlema, nõue, nõudluspunktile, nõude, väite
- διεκδικώ στα εσθονικά - taotlema, väide, tõendama, vaidlustama, nõudma, vaidlema, sõnasõda, ...
Τυχαίες λέξεις
Διεισδυτικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: läbitungiv, intrusiivne, kohtjuhtimine, Intrusive, pealetükkiv, pealetükkivad
Μεταφράσεις: läbitungiv, intrusiivne, kohtjuhtimine, Intrusive, pealetükkiv, pealetükkivad