Διεισδυτικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: διεισδυτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гостра, гостре, прозорливий, гострий, проникаючий, нав'язливий, Нав`язливий, нав'язливе
Διεισδυτικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεισδυτικός

διεισδυτικός καρκινος, διεισδυτικός συνώνυμο, διεισδυτικός πλακούντας, διεισδυτικός συνωνυμα, διεισδυτικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διεισδυτικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διεγείρω στα ουκρανικά - визивати, прокидатися, дитино, вихователь, спонукувати, стимулювати, дитина, ...
  • διεθνής στα ουκρανικά - міжнародний, міжнародного
  • διεκδίκηση στα ουκρανικά - заявка, рекламація, вимога, позов, заявити, заява, запит, ...
  • διεκδικώ στα ουκρανικά - сваритися, заявіть, утверджувати, посперечатися, спір, доводити, позов, ...
Τυχαίες λέξεις
Διεισδυτικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: гостра, гостре, прозорливий, гострий, проникаючий, нав'язливий, Нав`язливий, нав'язливе