Δωσίλογος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δωσίλογος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сътрудници, сътрудниците, сътрудниците си, сътрудниците на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωσίλογος
δοσίλογος δοσίλογος, δοσίλογος λεξικο, δωσίλογος σημασία, δωσίλογος ετυμολογία, δωσίλογος ή δοσίλογος, δωσίλογος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δωσίλογος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δωροδοκία στα βουλγαρικά - подкуп, подкупи, подкупа, подарък
- δωροληψία στα βουλγαρικά - продажност, подкупност, продажността, користолюбива подбуда, користолюбива постъпка
- δωσιδικία στα βουλγαρικά - отговорност, компетентност, юрисдикция, компетентността, юрисдикцията
- δόγμα στα βουλγαρικά - догмат, доктрина, учение, учението, доктрината
Τυχαίες λέξεις
Δωσίλογος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сътрудници, сътрудниците, сътрудниците си, сътрудниците на
Μεταφράσεις: сътрудници, сътрудниците, сътрудниците си, сътрудниците на