Δωσίλογος στα ουγγρικά
Μετάφραση: δωσίλογος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
együttműködők, kollaboránsok, munkatársai, együttműködő, munkatársak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωσίλογος
δοσίλογος δοσίλογος, δοσίλογος λεξικο, δωσίλογος σημασία, δωσίλογος ετυμολογία, δωσίλογος ή δοσίλογος, δωσίλογος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δωσίλογος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- δωροδοκία στα ουγγρικά - vesztegetés, veszteget, kenőpénz, megvesztegetni, kenőpénzt, ruhába
- δωροληψία στα ουγγρικά - megvásárolhatóság, megvesztegethetőség
- δωσιδικία στα ουγγρικά - kötelezettség, tehertétel, teher, igazságszolgáltatás, joghatósága, joghatóság, joghatósággal
- δόγμα στα ουγγρικά - tantétel, doktrina, elmélet, doktrína, tana, tant
Τυχαίες λέξεις
Δωσίλογος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: együttműködők, kollaboránsok, munkatársai, együttműködő, munkatársak
Μεταφράσεις: együttműködők, kollaboránsok, munkatársai, együttműködő, munkatársak