Δωσίλογος στα φινλανδικά

Μετάφραση: δωσίλογος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vastuullinen, yhteistyökumppanit, yhteistyökumppaneita, yhteiskäyttäjiä, yhteiskäyttäjät, yhteiskäyttäjien
Δωσίλογος στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δωσίλογος

δοσίλογος δοσίλογος, δοσίλογος λεξικο, δωσίλογος σημασία, δωσίλογος ετυμολογία, δωσίλογος ή δοσίλογος, δωσίλογος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, δωσίλογος στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • δωροδοκία στα φινλανδικά - lahjonta, lahjominen, lahjoa, lahjus, lahjuksia, lahjuksen, lahjusta
  • δωροληψία στα φινλανδικά - venality
  • δωσιδικία στα φινλανδικά - vastuu, velkaantuneisuus, vastuuvelvollisuus, sitoumus, edesvastuu, velvoite, toimivalta, ...
  • δόγμα στα φινλανδικά - oppi, opin, opista, oppiin, doktriinin
Τυχαίες λέξεις
Δωσίλογος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: vastuullinen, yhteistyökumppanit, yhteistyökumppaneita, yhteiskäyttäjiä, yhteiskäyttäjät, yhteiskäyttäjien