Δωσίλογος στα ισλανδικά

Μετάφραση: δωσίλογος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samstarfsaðilar, samstarfsmenn, samstarfsaðila, þátttakendum, samstarfsaðilum
Δωσίλογος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δωσίλογος

δοσίλογος δοσίλογος, δοσίλογος λεξικο, δωσίλογος σημασία, δωσίλογος ετυμολογία, δωσίλογος ή δοσίλογος, δωσίλογος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δωσίλογος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • δωροδοκία στα ισλανδικά - mútur, mútan, þiggja mútur
  • δωροληψία στα ισλανδικά - venality
  • δωσιδικία στα ισλανδικά - lögsögu, lögsaga, lögsagnarumdæmi, undir lögsögu
  • δόγμα στα ισλανδικά - kenningu, kenning, kenningar, Kenningin, kenninguna
Τυχαίες λέξεις
Δωσίλογος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: samstarfsaðilar, samstarfsmenn, samstarfsaðila, þátttakendum, samstarfsaðilum