Δωσίλογος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: δωσίλογος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
соработници, соработниците, на соработниците, соработници на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωσίλογος
δοσίλογος δοσίλογος, δοσίλογος λεξικο, δωσίλογος σημασία, δωσίλογος ετυμολογία, δωσίλογος ή δοσίλογος, δωσίλογος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, δωσίλογος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- δωροδοκία στα σλαβομακεδονικά - поткуп, мито, митото, поткупот
- δωροληψία στα σλαβομακεδονικά - продажност
- δωσιδικία στα σλαβομακεδονικά - надлежност, јурисдикција, јурисдикцијата, надлежноста, јуриздикција
- δόγμα στα σλαβομακεδονικά - доктрина, доктрината, учење, учењето
Τυχαίες λέξεις
Δωσίλογος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: соработници, соработниците, на соработниците, соработници на
Μεταφράσεις: соработници, соработниците, на соработниците, соработници на