Δωσίλογος στα γερμανικά

Μετάφραση: δωσίλογος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verantwortlich, Mitarbeiter, Mitarbeitern, Kollaborateure, Kollaborateuren, Mitbearbeiter
Δωσίλογος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δωσίλογος

δοσίλογος δοσίλογος, δοσίλογος λεξικο, δωσίλογος σημασία, δωσίλογος ετυμολογία, δωσίλογος ή δοσίλογος, δωσίλογος λεξικό γλώσσας γερμανικά, δωσίλογος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • δωροδοκία στα γερμανικά - bestechung, Bestechung, bestechen, Bestechungsgeld, Schmiergeld, Sie bestechen
  • δωροληψία στα γερμανικά - käuflichkeit, Käuflichkeit, Bestechlichkeit, venality, Feilheit, Korruption
  • δωσιδικία στα γερμανικά - haftung, verpflichtung, verschuldung, labilität, neigung, verantwortlichkeit, hang, ...
  • δόγμα στα γερμανικά - lehre, Lehre, Doktrin
Τυχαίες λέξεις
Δωσίλογος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: verantwortlich, Mitarbeiter, Mitarbeitern, Kollaborateure, Kollaborateuren, Mitbearbeiter