Δωσίλογος στα εσθονικά
Μετάφραση: δωσίλογος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vastutav, aruandev, kollaborantide, kaastöötajate, koostööd tegevate, kaastöötajad, koostööpartnerid
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωσίλογος
δοσίλογος δοσίλογος, δοσίλογος λεξικο, δωσίλογος σημασία, δωσίλογος ετυμολογία, δωσίλογος ή δοσίλογος, δωσίλογος λεξικό γλώσσας εσθονικά, δωσίλογος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- δωροδοκία στα εσθονικά - äraostmine, korruptsioon, altkäemaks, pistis, altkäemaksu, pistist, pistisena
- δωροληψία στα εσθονικά - müüdavus, äraostetavus
- δωσιδικία στα εσθονικά - liikuvus, labiilsus, kohtualluvus, jurisdiktsioon, jurisdiktsiooni, kohtualluvuse, pädevus
- δόγμα στα εσθονικά - uskumus, tõekspidamine, õpetus, doktriin, doktriini, õpetust, õpetuse
Τυχαίες λέξεις
Δωσίλογος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vastutav, aruandev, kollaborantide, kaastöötajate, koostööd tegevate, kaastöötajad, koostööpartnerid
Μεταφράσεις: vastutav, aruandev, kollaborantide, kaastöötajate, koostööd tegevate, kaastöötajad, koostööpartnerid