Δωσίλογος στα ιταλικά
Μετάφραση: δωσίλογος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
responsabile, collaboratori, i collaboratori, collaboratori nel, dei collaboratori
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωσίλογος
δοσίλογος δοσίλογος, δοσίλογος λεξικο, δωσίλογος σημασία, δωσίλογος ετυμολογία, δωσίλογος ή δοσίλογος, δωσίλογος λεξικό γλώσσας ιταλικά, δωσίλογος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- δωροδοκία στα ιταλικά - corruzione, bustarella, corrompere, tangente, dono
- δωροληψία στα ιταλικά - venalità, venality, la venalità, corruttibilità
- δωσιδικία στα ιταλικά - responsabilità, giurisdizione, competenza, competente, competenza giurisdizionale, competenze
- δόγμα στα ιταλικά - dottrina, la dottrina, dottrine
Τυχαίες λέξεις
Δωσίλογος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: responsabile, collaboratori, i collaboratori, collaboratori nel, dei collaboratori
Μεταφράσεις: responsabile, collaboratori, i collaboratori, collaboratori nel, dei collaboratori