Δωσίλογος στα δανικά
Μετάφραση: δωσίλογος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
samarbejdspartnere, medarbejdere, kollaboratører, aktive brugere
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωσίλογος
δοσίλογος δοσίλογος, δοσίλογος λεξικο, δωσίλογος σημασία, δωσίλογος ετυμολογία, δωσίλογος ή δοσίλογος, δωσίλογος λεξικό γλώσσας δανικά, δωσίλογος στα δανικά
Μεταφράσεις
- δωροδοκία στα δανικά - bestikkelse, bestikke, bestikkelsen, Gave
- δωροληψία στα δανικά - venality, bestikkelighed, gør bestikkelighed
- δωσιδικία στα δανικά - jurisdiktion, kompetence, retternes kompetence, kompetent
- δόγμα στα δανικά - trossætning, dogme, doktrin, doktrinen, læren, Lære, lærdomme
Τυχαίες λέξεις
Δωσίλογος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: samarbejdspartnere, medarbejdere, kollaboratører, aktive brugere
Μεταφράσεις: samarbejdspartnere, medarbejdere, kollaboratører, aktive brugere