Δωσίλογος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δωσίλογος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colaboradores, colaboradoras, os colaboradores
Δωσίλογος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δωσίλογος

δοσίλογος δοσίλογος, δοσίλογος λεξικο, δωσίλογος σημασία, δωσίλογος ετυμολογία, δωσίλογος ή δοσίλογος, δωσίλογος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δωσίλογος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δωροδοκία στα πορτογαλικά - suborno, propina, bribe, subôrno, subornar
  • δωροληψία στα πορτογαλικά - venalidade, venality, a venalidade, da venalidade
  • δωσιδικία στα πορτογαλικά - obrigação, endividamento, responsabilidade, jurisdição, competência, competente, competência judiciária, ...
  • δόγμα στα πορτογαλικά - doutrina, a doutrina, doutrina de, doutrinas
Τυχαίες λέξεις
Δωσίλογος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: colaboradores, colaboradoras, os colaboradores