Εποχικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εποχικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сезонност, сезонността, сезонния, сезонния характер, на сезонността
Εποχικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εποχικός

εποχικός πυροσβέστης, εποχικός διμορφισμός, εποχικός εποχιακός, εποχικός ή εποχιακός, εποχικός μπαμπινιώτης, εποχικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εποχικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εποφθαλμιώ στα βουλγαρικά - пожелавам, пожелавай, Пожелават, пожелаеш, пожелаваш
  • εποχή στα βουλγαρικά - възраст, сезон, сезона, период, на сезона
  • επτά στα βουλγαρικά - седем, и седем, седемте, седма, от седем
  • επωάζω στα βουλγαρικά - люк, челяд, люпило, потомство, люпила, пило
Τυχαίες λέξεις
Εποχικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сезонност, сезонността, сезонния, сезонния характер, на сезонността