Εποχικός στα δανικά
Μετάφραση: εποχικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sæsonudsving, sæsonbetingede udsving, saesonbestemt, er saesonbestemt, sæsonbetonet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εποχικός
εποχικός πυροσβέστης, εποχικός διμορφισμός, εποχικός εποχιακός, εποχικός ή εποχιακός, εποχικός μπαμπινιώτης, εποχικός λεξικό γλώσσας δανικά, εποχικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- εποφθαλμιώ στα δανικά - begære, begærer, tragte efter, begjere, tragte
- εποχή στα δανικά - periode, alder, tidsalder, epoke, alderstrin, årstid, sæson, ...
- επτά στα δανικά - syv, på syv, seven
- επωάζω στα δανικά - kuld, yngel, brood, afkom, ruge
Τυχαίες λέξεις
Εποχικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sæsonudsving, sæsonbetingede udsving, saesonbestemt, er saesonbestemt, sæsonbetonet
Μεταφράσεις: sæsonudsving, sæsonbetingede udsving, saesonbestemt, er saesonbestemt, sæsonbetonet