Εποχικός στα ρωσικά
Μετάφραση: εποχικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сезонный, сезонность, сезонности, сезонные, сезонностью
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εποχικός
εποχικός πυροσβέστης, εποχικός διμορφισμός, εποχικός εποχιακός, εποχικός ή εποχιακός, εποχικός μπαμπινιώτης, εποχικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, εποχικός στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- εποφθαλμιώ στα ρωσικά - домогаться, жаждать, пожелай, жаждут, пожелай чужого
- εποχή στα ρωσικά - старить, стареть, эра, постареть, век, плацента, плевра, ...
- επτά στα ρωσικά - семерка, севан, семь, семи, семью, семеро
- επωάζω στα ρωσικά - выводиться, высиживать, вылупляться, насиживать, обдумывать, заслонка, выводок, ...
Τυχαίες λέξεις
Εποχικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: сезонный, сезонность, сезонности, сезонные, сезонностью
Μεταφράσεις: сезонный, сезонность, сезонности, сезонные, сезонностью