Εποχικός στα γερμανικά

Μετάφραση: εποχικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
jahreszeitlich, zeitlich, Saisonalität, Saison, Saisonabhängigkeit, saisonale, saisonalen
Εποχικός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εποχικός

εποχικός πυροσβέστης, εποχικός διμορφισμός, εποχικός εποχιακός, εποχικός ή εποχιακός, εποχικός μπαμπινιώτης, εποχικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, εποχικός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • εποφθαλμιώ στα γερμανικά - begehren, gelüsten, begehrt, begehre
  • εποχή στα γερμανικά - altern, epoche, zeitalter, lebensalter, alter, lebensdauer, ära, ...
  • επτά στα γερμανικά - sieben, von sieben
  • επωάζω στα γερμανικά - lukentür, falltür, schlüpfen, luke, durchreiche, brut, Brut, ...
Τυχαίες λέξεις
Εποχικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: jahreszeitlich, zeitlich, Saisonalität, Saison, Saisonabhängigkeit, saisonale, saisonalen