Εποχικός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εποχικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сезоннасць
Εποχικός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εποχικός

εποχικός πυροσβέστης, εποχικός διμορφισμός, εποχικός εποχιακός, εποχικός ή εποχιακός, εποχικός μπαμπινιώτης, εποχικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εποχικός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εποφθαλμιώ στα λευκορωσικά - дамагацца, павінен хацець, хацець
  • εποχή στα λευκορωσικά - сезон, сэзон
  • επτά στα λευκορωσικά - сем, семь
  • επωάζω στα λευκορωσικά - вывадак, кодла, кодлу, калі вывадак, чарада
Τυχαίες λέξεις
Εποχικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: сезоннасць