Εποχικός στα εσθονικά

Μετάφραση: εποχικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sesoonne, hooajaline, sesoonsus, hooajalisus, hooajalisuse, hooajalisusest, hooajalisust
Εποχικός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εποχικός

εποχικός πυροσβέστης, εποχικός διμορφισμός, εποχικός εποχιακός, εποχικός ή εποχιακός, εποχικός μπαμπινιώτης, εποχικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, εποχικός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • εποφθαλμιώ στα εσθονικά - ihkama, himustama, himustada, himusta, tohi himustada, ihaldanud
  • εποχή στα εσθονικά - epohh, vanus, iga, ajastu, ajajärk, hooaeg, hooajal, ...
  • επτά στα εσθονικά - sevan, seitse, seitsme, seitsmest, seitset, seitsmes
  • επωάζω στα εσθονικά - viirutama, kooruma, luuk, juurdlema, pesakondi, haudme, kokkupuutel selle ainega, ...
Τυχαίες λέξεις
Εποχικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: sesoonne, hooajaline, sesoonsus, hooajalisus, hooajalisuse, hooajalisusest, hooajalisust