Εποχικός στα λιθουανικά

Μετάφραση: εποχικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sezoniškumas, sezoniškumo, sezoniškumą, sezoniškumu, sezoniškumo poveikį
Εποχικός στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εποχικός

εποχικός πυροσβέστης, εποχικός διμορφισμός, εποχικός εποχιακός, εποχικός ή εποχιακός, εποχικός μπαμπινιώτης, εποχικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εποχικός στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εποφθαλμιώ στα λιθουανικά - trokšti, karštai trokškite, geisti, covet, gvieštis
  • εποχή στα λιθουανικά - era, epocha, amžius, sezonas, sezoną, sezono, sezono metu, ...
  • επτά στα λιθουανικά - septyni, septynių, septynerių, septynis, septynios
  • επωάζω στα λιθουανικά - jaunikliai, vedimas, perų, perai, mąstyti
Τυχαίες λέξεις
Εποχικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sezoniškumas, sezoniškumo, sezoniškumą, sezoniškumu, sezoniškumo poveikį