Εποχικός στα ισλανδικά

Μετάφραση: εποχικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
árstíðum, af sumarleyfum, sumarleyfum
Εποχικός στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εποχικός

εποχικός πυροσβέστης, εποχικός διμορφισμός, εποχικός εποχιακός, εποχικός ή εποχιακός, εποχικός μπαμπινιώτης, εποχικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εποχικός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εποφθαλμιώ στα ισλανδικά - girnast, öfundið
  • εποχή στα ισλανδικά - aldur, öld, árstíð, Tímabil, tímabili, Season, skipti
  • επτά στα ισλανδικά - sjö, til sjö, og sjö
  • επωάζω στα ισλανδικά - afsprengi, ungum, ungum sínum
Τυχαίες λέξεις
Εποχικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: árstíðum, af sumarleyfum, sumarleyfum