Εποχικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: εποχικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
seizoensgebondenheid, seizoensinvloeden, seizoensgebonden, seizoenseffecten, seizoengevoeligheid
Εποχικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εποχικός

εποχικός πυροσβέστης, εποχικός διμορφισμός, εποχικός εποχιακός, εποχικός ή εποχιακός, εποχικός μπαμπινιώτης, εποχικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εποχικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εποφθαλμιώ στα ολλανδικά - begeren, begeert, begeer, te begeren
  • εποχή στα ολλανδικά - tijdperk, tijdsgewricht, ouderdom, leeftijd, seizoen, het seizoen, hoog, ...
  • επτά στα ολλανδικά - zeven, van zeven, de zeven
  • επωάζω στα ολλανδικά - kroost, broeden, broedsel, gebroed, Brood
Τυχαίες λέξεις
Εποχικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: seizoensgebondenheid, seizoensinvloeden, seizoensgebonden, seizoenseffecten, seizoengevoeligheid