Εποχικός στα ιταλικά

Μετάφραση: εποχικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stagionalità, la stagionalità, stagionale, carattere stagionale, stagionali
Εποχικός στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εποχικός

εποχικός πυροσβέστης, εποχικός διμορφισμός, εποχικός εποχιακός, εποχικός ή εποχιακός, εποχικός μπαμπινιώτης, εποχικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, εποχικός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εποφθαλμιώ στα ιταλικά - bramare, agognare, desiderare, desiderare la, concupire
  • εποχή στα ιταλικά - era, invecchiare, anni, epoca, vecchiaia, evo, vecchiezza, ...
  • επτά στα ιταλικά - sette, di sette, a sette, sette anni
  • επωάζω στα ιταλικά - covata, nidiata, di covata, brood, rimuginare
Τυχαίες λέξεις
Εποχικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: stagionalità, la stagionalità, stagionale, carattere stagionale, stagionali