Κουρέλι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κουρέλι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
парцал, парцалена, кърпа, парцала
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρέλι
το κουρέλι, χρυσό κουρέλι, κουρέλι faust, κουρέλι θέατρο, σαν κουρέλι, κουρέλι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κουρέλι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κουράζω στα βουλγαρικά - шина, изтощавам, изморявам, нагръдник, Тъкър, Tucker
- κουρέας στα βουλγαρικά - фризьорка, бръснар, фризьор, Barber, Барбър, бръснарски, бръснарница
- κουρασμένος στα βουλγαρικά - уморен, уморени, уморена, умора
- κουραφέξαλα στα βουλγαρικά - ядки, гайки, орехи, черупкови плодове, черупкови
Τυχαίες λέξεις
Κουρέλι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: парцал, парцалена, кърпа, парцала
Μεταφράσεις: парцал, парцалена, кърпа, парцала