Κουρέλι στα εσθονικά

Μετάφραση: κουρέλι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
narts, kalts, räbal, räniliivakivi, õrritama, nuustik, hilp
Κουρέλι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουρέλι

το κουρέλι, χρυσό κουρέλι, κουρέλι faust, κουρέλι θέατρο, σαν κουρέλι, κουρέλι λεξικό γλώσσας εσθονικά, κουρέλι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κουράζω στα εσθονικά - rehv, tucker, Tuckeri, Tuckeriga
  • κουρέας στα εσθονικά - juuksur, habemeajaja, juuksuri, barber, juuksurisalongide, Barberi
  • κουρασμένος στα εσθονικά - väsinud, väsimust, väsinuna, väsimus
  • κουραφέξαλα στα εσθονικά - lobisema, võltsima, loba, pähklid, pähklite, mutrid, pähkleid, ...
Τυχαίες λέξεις
Κουρέλι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: narts, kalts, räbal, räniliivakivi, õrritama, nuustik, hilp